αβανταδόρικος

αβανταδόρικος
η , ο сообщнический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αβανταδόρικος" в других словарях:

  • αβανταδόρικος — η, ο [αβανταδόρος] αυτός που χαρακτηρίζει τον αβανταδόρο ή που ταιριάζει σ’ αυτόν …   Dictionary of Greek

  • αβανταδόρος — ο (θηλ. α και ισσα) 1. αυτός που παίζοντας εικονικά με χρήματα χαρτοπαικτικής λέσχης έχει σκοπό να παρασύρει και άλλους στο παιχνίδι 2. αυτός που αγοράζει εικονικά από μικροπωλητή τού πεζοδρομίου για να προσελκύσει αγοραστές 3. γενικά, όποιος ζει …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»